12.9.16

Βραχυγραφία της ύπαρξης



της Λίνας Πανταλέων

πηγή: www.kathimerini.gr

ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ
Αναποδογεννημένος
εκδ. Εντευκτηρίου



​​O κόσμος άνω κάτω. Με αυτές τις λέξεις τελειώνει το πρώτο βιβλίο του Χρήστου Χρηστίδη (γεν. 1953), κλείνοντας μια κατακερματισμένη σε εβδομήντα οκτώ στιγμιότυπα αφήγηση. Αποδυόμενος σε μια ιδιότυπη ποιητική της ύπαρξης, ο αφηγητής αναβιώνει ανακατωμένες τις σκηνές της ζωής του, παλινδρομώντας περίλυπος και σαρκαστικός μεταξύ απαρχής και λήξης. Στον συντομογραφημένο του βίο συναιρούνται η αφετηρία και ο αφανισμός, η εκπνοή και η έκσταση, το ξεκάρδισμα και ο λυγμός, ο ίμερος και η ερήμωση, η σάρκα που αγάλλεται και το σώμα που θνήσκει. Μες στο μνήμα εντοιχίζει ένα λίκνο και εκεί γεννιέται ξανά για να τελετουργήσει έναν αποχαιρετισμό προς εαυτόν.

Πρόκειται για ένα «ιδιωτικό δρομολόγιο», όπως μας πληροφορεί το εβδομηκοστό δεύτερο επεισόδιο αυτής της ανεστραμμένης βιογραφίας· το πιο συγκινητικό του βιβλίου. Ο απομόναχος ταξιδευτής, νοσταλγός αλλά εσαεί άπατρις, επιβάτης σε ένα σαραβαλιασμένο όχημα, αφήνει τον οδηγό να τον πάει μέχρι το τέρμα, στο πέρας της μνήμης, εκεί όπου ο σπαραγμός νεύει στο θαύμα. Τα τοπία δείχνουν λεηλατημένα, «μαύρο αίμα αναβλύζει από τα θεμέλια των σπιτιών», «βουλιάζεις σε σκοτεινή λάσπη», οι τριγμοί των περασμένων καλοκαιριών ηχούν χειμέριοι, το σχολικό αλφαβητάρι φυλλορροεί στις σελίδες ενός γεροντικού, ξεχαρβαλωμένου ημερολογίου, στο κατερειπωμένο διαμέρισμα τα ίχνη ενός άλλοτε «παράφορου δωματίου» πνίγονται στα νερά του μαρμάρινου, επιτύμβιου θαρρείς, δαπέδου. Τα από καιρό σβησμένα αστραποβολήματα διαπερνούν τα κλειστά βλέφαρα, «βαριά, ασήκωτα απ’ τα νομίσματα». Το «μελάνι του τόπου», το μαύρο αίμα της μνήμης, γίνεται καταρράκτης και χείμαρρος, οργώνει με ρωγμές και ρήγματα τον χλοερό παλιό χρόνο. Ολα τον «προσκαλούν στον ουρανό», ενώ στο χώμα χάσκει ο τάφος του. «Εσύ πασχίζεις για το ακατόρθωτο», υπενθυμίζει στον εαυτό του.

Προτού ξοδέψει τα τελευταία του κέρματα και αναληφθεί διά παντός, ο αφηγητής απολαμβάνει ένα ύστατο ξεφάντωμα των αισθήσεων. Αν και «εξόριστος της θαλερής σάρκας», αναριγεί ξανά από παλιά αγγίγματα και ανεξάλειπτα μοσχοβολήματα. Ο νους του συγκλονίζεται από τους χθόνιους ιριδισμούς της γυναικείας επιδερμίδας, που υπόσχονται το κρεσέντο της αφής. Ωστόσο, το κεντρί ενός επιθανάτιου σπασμού διατρυπά την ονειροπόληση και τον επιστρέφει στο δικό του πένθιμο σώμα. Οι σκιές έχουν ξεγδαρθεί από το δέρμα. Κανένα του σημάδι επί γης. Πεθαίνοντας σε ένα δωμάτιο γηροκομείου, αντιμετριέται με ένα ρολόι, όπου ο ωροδείχτης «τρέχει πιο γρήγορα από τον λεπτοδείχτη». Θήραμα του χρόνου μέχρι το τέλος της αντίστροφης μέτρησης. Οι πληγές δεν θα ξεραθούν για να αποκαλύψουν «το ερεθισμένο, λείο δέρμα».
«Τώρα, ξύνοντας τα κάκαδα των γηρατειών, φανερώνεις χάσμα και σκοτάδι».

Ο αφηγητής, διανύοντας αυτή την εσωτερικευμένη διαδρομή, τελεί ένα μύχιο κατευόδιο. Το δεύτερο πρόσωπο του ενικού επιβάλλεται στη μνήμη και την προσωποποιεί. Ενόσω εκείνη θυμάται, στα παρελθόντα εκχωρείται ένας πλασματικός, παροδικός ενεστώτας. Από το άλλο μέρος, ο διάλογος ανάμεσα στον εκλιπόντα και το μνήμον είδωλό του ρέπει προς μία αναμέτρηση, που επιτρέπει ακόμη και τον χλευασμό. Μια «αδιάκριτη φωνή» τον παραβιάζει. Το μετείκασμα του αλλοτινού του προσώπου τον σαρκάζει για τις επίγειες επιθυμίες του, τόσο εκπρόθεσμες πια.

Ο Χρηστίδης διαστίζει με ειρωνεία την ποιητικότητα της γραφής, προσδίδοντας στη μελαγχολική του αφήγηση την επίφαση ενός παιγνίου. «Δεν χρειάζονται πιόνια. Παιχνίδι του μυαλού είναι». Παιχνίδι πικρό και οδυνηρό, που παρ’ όλα αυτά είναι και ξεγέλασμα. Ο αφηγητής περιπαίζει τον εαυτό του για το μείζον βάσανό του, τη θνητότητα. Με γέλια και δάκρυα γεννιέται και πεθαίνει ξανά. Βάφτιση και ταφή, ανάμεσα στις δύο τελετουργίες της ύπαρξης ξαναζεί φορώντας τραγικές μάσκες τα εγκόσμια πάθη του, για να βρεθεί μετέωρος στο χείλος μιας άληκτης φράσης, στην κόχη ενός «και», που εξανίσταται σε κάθε συντέλεια, εξυφαίνοντας τη συνέχεια. Επέκεινα αυτού του «και» λύεται η αιχμαλωσία της μνήμης. Είναι ώρα να σβήσει το φως, να σβήσουν οι λέξεις, «να ’ρθει η νύχτα να σβήσει τα ονόματα στα μνήματα».

Δεν υπάρχουν σχόλια: